Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεβεγιόν
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεβεγιόν το [revejón] Ο (άκλ.) : το δείπνο και η γιορτή που γίνεται το βράδυ της παραμονής των Xριστουγέννων, και με επέκταση, το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς: Xριστουγεννιάτικο / πρωτοχρονιάτικο ~. Kάναμε ~ στο σπίτι του κουμπάρου μου. Πρόσκληση για ~.

[λόγ. < γαλλ. réveillon]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεβεγιονάρω [revejonáro] Ρ6α : (προφ.) συμμετέχω, παρευρίσκομαι σε ρεβεγιόν· κάνω ρεβεγιόν: Πού θα ρεβεγιονάρουμε φέτος;

[ρεβεγιόν -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go