Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ραχιαίος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραχιαίος -α -ο [raxiéos] Ε4 : που βρίσκεται στη ράχη του σώματος (ανθρώπου ή ζώου): Tα ραχιαία πτερύγια ενός ψαριού. Ραχιαίοι σπόνδυλοι / μύες.

[λόγ. < αρχ. ῥαχιαῖος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go