Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρασοφόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρασοφόρος ο [rasofóros] Ο18 : αυτός που φορά ράσο, κληρικός ή καλόγερος.

[λόγ. < μσν. ρασοφόρος `δόκιμος μοναχός που στη διάρκεια της δοκιμασίας φοράει ράσο΄ < ράσ(ον) -ο- + -φόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go