Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραγιαδισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραγιαδισμός ο [rajaδizmós] Ο17 : η νοοτροπία του ραγιά, το πνεύμα υποταγής και αποδοχής της δουλείας ή της εξάρτησης που χαρακτήριζε τους ραγιάδες της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας· δουλοφροσύνη, υποτακτικότητα: Aντί να ενισχύουν το συναίσθημα της εθνικής περηφάνιας, καλλιεργούν την ηττοπάθεια και το ραγιαδισμό.

[λόγ. ραγιαδ- (ραγιάς) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες