Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρέγκε
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρέγκε η [rége] Ο (άκλ.) : είδος τζαμαϊκανής μουσικής που διαδόθηκε στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70: Aκούει / του αρέσει η ~.

[αγγλ. reggae]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go