Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ράπισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράπισμα το [rápizma] Ο49 : α.η ενέργεια του ραπίζω· χαστούκι, χαστούκισμα. β. (μτφ.) για βίαιη και επιθετική ενέργεια ή βίαιο και επιθετικό λόγο· (πρβ. κόλαφος): Δεν άντεξε στα ραπίσματα της μοίρας. H κυβέρνη ση δέχτηκε ένα ακόμα ισχυρό ~ από την αντιπολίτευση.

[λόγ. < ελνστ. ῥάπισμα, αρχ. σημ.: `χτύπημα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go