Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ράβδωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράβδωση η [rávδosi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : παράλληλες γραμμικές προεξοχές ή εσοχές στην επιφάνεια σώματος· (πρβ. αυλάκωση, γλυφή): Οι ραβδώσεις ενός αρχαίου κίονα. || παράλληλες γραμμές που σχηματίζονται από τη διαφορά χρώματος ή απόχρωσης πάνω σε μια επιφάνεια (ύφασμα, τοίχο κτλ.).

[λόγ. < αρχ. ῥάβδω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go