Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πώρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πώρος ο [póros] Ο18 : 1. (λόγ.) πωρόλιθος. 2. (ιατρ.) οστέινος και χόνδρινος συνδετικός ιστός που δημιουργείται στην περιοχή του κατάγματος για την αποκατάστασή του.

[λόγ.: 1: αρχ. πῶρος· 2: κατά τη σημ. του πώρωση2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go