Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πύραρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πύραρχος ο [pírarxos] Ο20α : βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον αντιπύραρχο και κατώτερος από τον αρχιπύραρχο, αντίστοιχος με το συνταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. πυρ(ο)- + -αρχος κατά το ναύαρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες