Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πύραρχος ο [pírarxos] Ο20α : βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον αντιπύραρχο και κατώτερος από τον αρχιπύραρχο, αντίστοιχος με το συνταγματάρχη του στρατού ξηράς.
[λόγ. πυρ(ο)- + -αρχος κατά το ναύαρχος]



