Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πόρνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόρνη η [pórni] Ο30 : γυναίκα που κατ΄ επάγγελμα και με αμοιβή εκτελεί τη σεξουαλική πράξη, που προσφέρει το σώμα της για τη σεξουαλική ικανοποίηση άλλων· ιερόδουλη, πουτάνα: Έγινε ~ από φτώχεια και ανέχεια. Επισκέπτεται συχνά τις πόρνες του λιμανιού. Aρσενική ~, τραβεστί. || (επέκτ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για ανήθικη γυναίκα. || και ως βρισιά για οποιαδήποτε γυναίκα. πορνίδιο* το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. πόρνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go