Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόμολο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόμολο το [pómolo] Ο41 : είδος χειρολαβής στρόγγυλης ή άλλου σχήματος σε πόρτες, σε παράθυρα κτλ.· (πρβ. μπετούγια): Έπιασε το ~ κι άνοι ξε την πόρτα.

[ιταλ. pomolo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες