Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πόλντερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόλντερ το [pólder] Ο (άκλ.) : έκταση κατάλληλων για καλλιέργεια και εύφορων εδαφών, που δημιουργήθηκε από αποξήρανση (ελών, λιμνών, ποταμών ή αβαθών θαλάσσιων περιοχών).

[λόγ. < αγγλ. polder (από τα ολλανδ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go