Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόλντερ το [pólder] Ο (άκλ.) : έκταση κατάλληλων για καλλιέργεια και εύφορων εδαφών, που δημιουργήθηκε από αποξήρανση (ελών, λιμνών, ποταμών ή αβαθών θαλάσσιων περιοχών).
[λόγ. < αγγλ. polder (από τα ολλανδ.)]



