Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόκερ το [póker] Ο (άκλ.) : είδος τυχερού χαρτοπαίγνιου· (πρβ. πόκα): Είναι δεινός παίκτης του ~.
ποκεράκι το YΠΟKΟΡ: Παίζουμε ένα ~; [λόγ. < αγγλ. poker (από αμερικανική προφ., σύγκρ. πόκα)]