Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πόκερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόκερ το [póker] Ο (άκλ.) : είδος τυχερού χαρτοπαίγνιου· (πρβ. πόκα): Είναι δεινός παίκτης του ~. ποκεράκι το YΠΟKΟΡ: Παίζουμε ένα ~;

[λόγ. < αγγλ. poker (από αμερικανική προφ., σύγκρ. πόκα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go