Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πόθεν
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόθεν [póθen] επίρρ. ερωτ. : (λόγ.) από πού.

[λόγ. < αρχ. πόθεν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόθεν έσχες το [póθen éses] Ο (άκλ.) : δηλώνει την υποχρέωση κάποιου να δηλώνει και να δικαιολογεί τις πηγές των εισοδημάτων του: Tο ~ ισχύει για όλους τους Έλληνες πολίτες.

[λόγ. πόθεν + αρχ. ἔσχες β' εν. αορ. του ρ. ἔχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go