Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρπολικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρπολικό το [pirpolikó] Ο38 : μικρό πλοίο εφοδιασμένο με εύφλεκτες ύλες που το χρησιμοποιούσαν για το κάψιμο εχθρικών πλοίων: Οι Έλληνες έκαψαν τον τουρκικό στόλο με πυρπολικά.

[λόγ. πυρπολ(ώ) -ικός ουσιαστικοπ. ουδ. κατά το πλοίον απόδ. του λαϊκού μπουρλότο (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες