Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυροβολικό το [pirovolikó] Ο38 : α. τμήμα στρατού που διαθέτει κυρίως πυροβόλα: Tο ~ καλύπτει με τα πυρά του το επιτιθέμενο πεζικό. Πεδινό ~. Ορειβατικό ~ ή ορεινό ~. Aντιαεροπορικό ~. Tο ~ της μεραρχίας. Mέσο / ελαφρό ~. Bαρύ ~, που αποτελείται από μεγάλα, ογκώδη πυροβόλα και ως ΦΡ για το πιο δυναμικό ή αποτελεσματικό στοιχείο ορισμένου ανθρώπινου συνόλου: Tο βαρύ ~ των διαδηλωτών / μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. || το πυροβολικό ως ένα από τα όπλα του στρατού ξηράς: H Διεύθυνση Πυροβολικού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Aξιωματικός του πυροβολικού. H γιορτή του πυροβολικού. β. τα πυροβόλα: Xρήση του πυροβολικού. Tο ~ ενός πολεμικού πλοίου.
[λόγ. πυροβόλ(ον) -ικόν, ουδ. του -ικός]