Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πυροβολείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροβολείο το [pirovolío] Ο39 : (στρατ.) οχυρωματικό έργο ειδικό για θέση μάχης του πυροβόλου: Tα πυροβολεία του φρουρίου / πολεμικού πλοίου. Tα πυροβολεία των προσωρινών / των μόνιμων οχυρώσεων.

[λόγ. πυροβόλ(ον) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go