Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροβάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροβάτης ο [pirovátis] Ο10 θηλ. πυροβάτισσα [pirovátisa] Ο27 : αυτός που συμμετέχει στην τελετή της πυροβασίας περπατώντας με γυμνά πόδια επάνω σε αναμμένα κάρβουνα.

[λόγ. πυρο(βασία) -βάτης· λόγ. πυροβάτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες