Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυργόσπιτο το [pirγóspito] Ο1 : οικοδόμημα που χρησιμοποιούνταν ως κατοικία και είχε τη μορφή πύργου: Tα πυργόσπιτα της Mάνης.
[πύρ γ(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ο]



