Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πτόηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτόηση η [ptóisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πτοώ.

[λόγ. < ελνστ. πτόη(σις) -ση (αρχ. πτοίησις)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go