Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτυελοδοχείο το [ptieloδoxío] Ο39 : σκεύος ειδικό για τα εκκρίματα του στόματος σε ιατρεία, νοσοκομεία, δημόσιους χώρους κτλ.
[λόγ. πτύελ(ον) -ο- + δοχείον]



