Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτερόρροια η [pterória] Ο27 : (ζωολ.) εξαφάνιση, συνήθ. προσωρινή, του πτερώματος των πτηνών.
[λόγ. < μσν. πτερόρροια < πτερ(όν) -ο- + -ρροια κατά το ελνστ. φυλλόρροια]



