Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρύμνα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρύμνα η [prímna] Ο25 : (λόγ.) πρύμνη. (έκφρ.) ανακρούω πρύμνα(ν), στρέφω το πλοίο προς την αντίθετη κατεύθυνση και φεύγω, και ως ΦΡ υποχωρώ από μια θέση ή άποψη.

[λόγ. < αρχ. πρύμνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρυμναίος -α -ο [primnéos] Ε4 : (λόγ.) πρυμνήσιος. ANT πρωραίος: Πρυμναία γέφυρα.

[λόγ. < ελνστ. πρυμναῖος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go