Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόσληψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόσληψη η [próslipsi] Ο33 : η ενέργεια του προσλαμβάνω. 1. απόφαση που παίρνει ένας εργοδότης να απασχολήσει ένα άτομο σε μια συγκεκριμένη θέση, εργασία: Θα γίνουν νέες προσλήψεις υπαλλήλων στο δημό σιο, διορισμοί. ~ προσωπικού από ιδιωτική εταιρεία. 2. (ψυχ.) η αφομοί ωση νέων παραστάσεων με τη βοήθεια άλλων παλαιότερων και ανάλογων.

[λόγ. < αρχ. πρόσληψις `απόκτηση΄ (-σις > -ση) κατά τις σημ. του προσλαμβάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go