Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόπλασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόπλασμα το [próplazma] Ο49 : 1. πρότυπο, ομοίωμα γλυπτού συνήθ. από πηλό ή από γύψο: Ο γλύπτης δουλεύει το ~ ενός αγάλματος. 2. πρότυπο, υπόδειγμα αρχιτεκτονικού, μηχανικού ή άλλου έργου σε μικρογραφία· μακέτα: H αρχιτεκτονική ομάδα παρουσίασε το ~ του κτιρίου του βυζαντινού μουσείου. 3. (μτφ.) το πρότυπο, το υπόδειγμα με βάση το οποίο δημιουργείται, παράγεται κτ.: Tο ~ μιας νέας ζωής / ενός καινούριου κόσμου.

[λόγ. < ελνστ. πρόπλασμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go