Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόδηλος -η -ο [próδilos] Ε5 : (λόγ.) που φαίνεται, που διακρίνεται καθαρά, που γίνεται αμέσως αντιληπτός, κατανοητός· φανερός, προφανής, ολοφάνερος. ANT άδηλος, δυσδιάκριτος, σκοτεινός: Πρόδηλοι σκοποί / στόχοι. Πρόδηλες προθέσεις / επιδιώξεις. Είναι πρόδηλο ότι επιδιώκει τη σύγκρουση.
προδήλως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πρόδηλος, προδήλως]



