Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόδηλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόδηλος -η -ο [próδilos] Ε5 : (λόγ.) που φαίνεται, που διακρίνεται καθαρά, που γίνεται αμέσως αντιληπτός, κατανοητός· φανερός, προφανής, ολοφάνερος. ANT άδηλος, δυσδιάκριτος, σκοτεινός: Πρόδηλοι σκοποί / στόχοι. Πρόδηλες προθέσεις / επιδιώξεις. Είναι πρόδηλο ότι επιδιώκει τη σύγκρουση. προδήλως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πρόδηλος, προδήλως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go