Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόβειος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόβειος -α -ο [próvjos] Ε4 : που προέρχεται από πρόβατο: Πρόβειο γά λα / γιαούρτι / τυρί.

[μσν. πρόβειος < το πρόβ(α) -ειος < πληθ. πρόβατα (πρόβατο) αναλ. προς το γάλατα - γάλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go