Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτόπλαστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτόπλαστος -η -ο [protóplastos] Ε5 : 1. (λογοτ.) που έγινε, που δημιουργήθηκε πρώτος ή για πρώτη φορά. 2. (ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι, ονομασία του Aδάμ και της Εύας, των πρώτων ανθρώπων που έπλασε ο Θεός: Tο αμάρτημα των πρωτοπλάστων και η εκδίωξή τους από τον Παράδεισο.

[λόγ. < ελνστ. πρωτόπλαστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go