Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτόπλαστος -η -ο [protóplastos] Ε5 : 1. (λογοτ.) που έγινε, που δημιουργήθηκε πρώτος ή για πρώτη φορά. 2. (ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι, ονομασία του Aδάμ και της Εύας, των πρώτων ανθρώπων που έπλασε ο Θεός: Tο αμάρτημα των πρωτοπλάστων και η εκδίωξή τους από τον Παράδεισο.
[λόγ. < ελνστ. πρωτόπλαστος]



