Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοχρονιάτικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοχρονιάτικος -η -ο [protoxronátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Πρωτοχρονιά: Πρωτοχρονιάτικη γιορτή / πίτα. Πρωτοχρονιάτικα δώρα / έθιμα. πρωτοχρονιάτικα ΕΠIΡΡ κατά τη διάρκεια της Πρωτοχρονιάς, με αρνητική συνήθ. σημασία, για να εκφράσει δυσαρέσκεια για το χρόνο που γίνεται κτ.: Δε θα μείνω μόνος στο σπίτι ~.

[Πρωτοχρον(ιά) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες