Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προωθητής ο [prooθitís] Ο7 : (τεχν.) μηχανή ή μηχανισμός με τον οποίο προωθείται κτ.: ~ γαιών, μηχανή εκσκαφής και μεταφοράς του εδάφους, μπουλντόζα.
[λόγ. προωθη- (προωθώ) -τής]



