Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προωθητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προωθητής ο [prooθitís] Ο7 : (τεχν.) μηχανή ή μηχανισμός με τον οποίο προωθείται κτ.: ~ γαιών, μηχανή εκσκαφής και μεταφοράς του εδάφους, μπουλντόζα.

[λόγ. προωθη- (προωθώ) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες