Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προφυλακιστέος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προφυλακιστέος -α -ο [profilakistéos] Ε4 : που πρέπει να προφυλακιστεί: Ο κατηγορούμενος (δεν) κρίθηκε ~.

[λόγ. προφυλακισ- (προφυλακίζω) -τέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go