Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προτιμητέος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτιμητέος -α -ο [protimitéos] Ε4 : (λόγ.) που πρέπει να προτιμηθεί: Tου υπέδειξα την προτιμητέα λύση. || προτιμότερος.

[λόγ. < ελνστ. προτιμητέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go