Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσωπογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσωπογράφος ο [prosopoγráfos] Ο18 θηλ. προσωπογράφος [proso poγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης που ζωγραφίζει προσωπογραφίες· πορτρετίστας.

[λόγ. προσωπογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go