Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωπείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσωπείο το [prosopío] Ο39 : 1α. ομοίωμα προσώπου, που κάλυπτε το πρόσωπο ή και ολόκληρο το κεφάλι και που το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στο αρχαίο ελληνικό θέατρο (και σήμερα σε ξένα παραδοσιακά θέατρα ή σε παραδοσιακές παραστάσεις): Tραγικό / κωμικό ~, με τραγική ή με κωμική έκφραση. Nεκρικό ~: α. που κάλυπτε το πρόσωπο του νεκρού ή ως ανάθημα σε νεκρό. β. εκμαγείο του προσώπου νεκρού. β. προσωπίδα1. γ. (ιατρ.) χαρακτηριστική αλλοίωση του προσώπου, που παρουσιάζεται σε ορισμένες ασθένειες: Λεόντειο ~, των χανσενικών. 2α. (μτφ.) για να δηλώσουμε υποκρισία ή προσποίηση· μάσκα: Εμφανίστηκε με το ~ του κοινωνικού μεταρρυθμιστή, για να πετύχει την εγκατάσταση στυγνής δικτατορίας. Έβγαλε / έριξε το ~, αποκάλυψε το χαρακτήρα του ή τους σκοπούς του. Bγάζω από κπ. το ~, τον αναγκάζω να δείξει τον πραγματικό εαυτό του. Πέφτουν τα προσωπεία. β. για πρόσωπο που τα χαρακτηριστικά του εκφράζουν ένα πολύ έντονο, συνήθ. δυσάρεστο συναίσθημα: Γυναίκες με το ~ του πόνου / της απόγνωσης.

[λόγ.: 1: ελνστ. προσωπεῖον· 2: σημδ. γαλλ. masque]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες