Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσχολικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσχολικός -ή -ό [prosxolikós] Ε1 : που προηγείται του σχολικού, που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που το παιδί δεν πηγαίνει ακόμη στο σχολείο: Προσχολική ηλικία, κατά την οποία το παιδί προετοιμάζεται για το σχολείο, η τελευταία περίοδος της νηπιακής ηλικίας. Προσχολική αγωγή, που παρέχεται στα νηπιαγωγεία. Προσχολικά παιχνίδια / βιβλία, για την προσχολική ηλικία.

[λόγ. προ- σχολικός μτφρδ. γαλλ. préscolaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες