Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσχολικός -ή -ό [prosxolikós] Ε1 : που προηγείται του σχολικού, που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που το παιδί δεν πηγαίνει ακόμη στο σχολείο: Προσχολική ηλικία, κατά την οποία το παιδί προετοιμάζεται για το σχολείο, η τελευταία περίοδος της νηπιακής ηλικίας. Προσχολική αγωγή, που παρέχεται στα νηπιαγωγεία. Προσχολικά παιχνίδια / βιβλία, για την προσχολική ηλικία.
[λόγ. προ- σχολικός μτφρδ. γαλλ. préscolaire]



