Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσρόφηση η [prozrófisi] Ο33 : (επιστ.) απορρόφηση μιας ουσίας από το επιφανειακό μόνο στρώμα ενός υγρού ή στερεού σώματος.
[λόγ. προσροφη- (προσροφώ) -σις > -ση]



