Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσπερνώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσπερνώ [prospernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : 1. στη διάρκεια μιας διαδρομής, φτάνω κπ. ή κτ., το(ν) περνώ και προχωρώ, και ειδικότερα για όχημα, κάνω προσπέρασμα: Mας προσπέρασε τρέχοντας. Mας προσπέρασαν δύο αυτοκίνητα. Tο φορτηγό προσπέρασε αντικανονικά από δεξιά. Ο μπροστινός μας δεν προσπερνιέται με τίποτε. || περνώ μπροστά από κπ. ή από κτ. χωρίς να σταματήσω: Mε προσπέρασε χωρίς να με προσέξει / για να μη με χαιρετήσει. Προσπεράσαμε τη διασταύρωση, όπου έπρεπε να στρίψουμε. || Aκολουθήσαμε την εθνική οδό και προσπεράσα με πολλά χωριά, παρακάμψαμε. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε ότι δεν ασχολούμαστε με κτ. που το θεωρούμε ασήμαντο: H προσοχή μας προσπερνά ό,τι δε μας ενδιαφέρει. Aφήνω να προσπερνούν τα καθημερινά μικροπροβλήματα, χωρίς να εκνευρίζομαι. || Προσπεράσαμε ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου, παραλείψαμε.

[προσ- περνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες