Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσπέλαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσπέλαση η [prospélasi] Ο33 : προσέγγιση, πλησίασμα σε έναν τόπο ή χώρο: H έλλειψη οδικού δικτύου κάνει αδύνατη την ~ πολλών ορεινών οικισμών. Tο οικόπεδο δεν έχει ~ από τον κεντρικό δρόμο. Tο κτήμα αυ τό δεν έχει οδό προσπελάσεως. (στρατ.) ~ πεζικού, φάση της επίθεσης, κατά την οποία το πεζικό πλησιάζει τις εχθρικές θέσεις. || (μτφ.): Θεωρητική / ιστορική ~ ενός θέματος, προσέγγιση.

[λόγ. < ελνστ. προσπέ λα(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go