Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσοδοφόρος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσοδοφόρος -ος / -α -ο [prosoδofóros] Ε14 : που φέρνει προσόδους, και με επέκταση, που δίνει καλό εισόδημα, πολλά κέρδη: Aσχολείται με προσοδοφόρες επιχειρήσεις. Tο επάγγελμά του είναι πολύ προσοδοφόρο.

[λόγ. πρόσοδ(ος) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες