Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσμονή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσμονή η [prozmoní] Ο29α : (λογοτ.) αναμονή, με υπομονή και ελπίδα, για κτ. καλό, επιθυμητό: Zει με την ~ να ξαναδεί το γιο της.

[προσ(μένω) -μονή κατά το σχ.: παραμένω - παραμονή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go