Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσληφθείς -είσα -έν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσληφθείς -είσα -έν [proslifθís] Ε12γ : (λόγ.) που τον έχουν προσλάβειI, συνήθ. ως ουσ.: Οι προσληφθέντες κατά τα έτη 1997 και 1998.

[λόγ. μτχ. παθ. αορ. του προσλαμβάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες