Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσκυνηματικός -ή -ό [proskinimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το προσκύνημα, που γίνεται ή που υπάρχει για προσκύνημα: Προσκυνηματικό ταξίδι στους Aγίους Tόπους. ~ ναός, που δεν είναι ενοριακός.
[λόγ. προσκυνηματ- (προσκύνημα) -ικός]



