Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσεισμικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεισμικός -ή -ό [prosizmikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον προσεισμό. ANT μετασεισμικός: Προσεισμική δόνηση / ακολουθία.

[λόγ. προσεισμ(ός) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go