Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσεγγιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεγγιστικός -ή -ό [prosengistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προσέγγιση, που γίνεται κατά προσέγγιση: ~ υπολογισμός. Προσεγγιστική προσπάθεια / λύση. προσεγγιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προσεγγισ- (προσεγγίζω) -τικός απόδ. γαλλ. approximatif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go