Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσγειωμένος -η -ο [prozjioménos] Ε3 μππ. του προσγειώνω : 1. (για πτητική μηχανή) που βρίσκεται στο έδαφος, στη γη. ANT απογειωμένος: Tο αεροπλάνο έμεινε προσγειωμένο τρεις ώρες. 2. (μτφ.) που έχει πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας, ισορροπημένος, ρεαλιστής: Είναι άνθρωπος ~ και αξιόπιστος. || Οι φιλοδοξίες του είναι προσγειω μένες στην πραγματικότητα, έχουν επαφή και αντιστοιχία με την πραγματικότητα.
προσγειωμένα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [λόγ. μππ. του προσγειώνω]



