Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσαρμοστικότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαρμοστικότητα η [prosarmostikótita] Ο28 : η ικανότητα (εύκολης, γρήγορης) προσαρμογής: Tα φυτά έδειξαν μεγάλη ~ στις μεταβολές του καιρού.

[λόγ. προσαρμοστικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go