Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπληρωμή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπληρωμή η [propliromí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προπληρώνω: Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος ζήτησε από τον ενοικιαστή την ~ δύο ενοικίων.

[λόγ. προ- πληρωμή μτφρδ. γαλλ. paiement d΄avance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες