Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπαγανδιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπαγανδιστής ο [propaγanδistís] Ο7 θηλ. προπαγανδίστρια [propaγanδístria] Ο27 : 1. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα1: Προπαγανδιστές των κυβερνητικών θέσεων. 2. ο ένθερμος και δραστήριος υποστηρικτής αντιλήψεων, αρχών, τρόπου ζωής κτλ.: ~ του γυμνισμού / της υγιεινής ζωής.

[λόγ. < γαλλ. propagandiste < propa gand(e) = προπαγάνδ(α) -iste = -ιστής· λόγ. προπαγανδισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες