Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προπάνιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπάνιο το [propánio] Ο42 : (χημ.) αέριο που σε υγρή μορφή χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή για την κοπή και τη συγκόλληση μετάλλων.

[λόγ. < γαλλ. propan(e) -ιον < (acide) prop(ionique < pro- = προ- + αρχ. πίον (πίων) `παχύς΄) + -ane = -άνιο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go