Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προοδευτισμός ο [prooδeftizmós] Ο17 : το σύνολο των απόψεων ενός προοδευτικού ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, που αφορούν συνήθ. τον πολιτικό και τον κοινωνικό τομέα. ANT συντηρητισμός.
[λόγ. προοδευτ(ικός) -ισμός]



